προχειρότης

προχειρότης
προχειρ-ότης, ητος, ,
A readiness,

ἡ ἐπὶ τοσοῦτον π. τινῶν Corn.ND 35

, cf. Arr.Epict.3.21.18: pl.,

-τητες συκοφαντικαί Phld.Rh.1.119S.

2 ἡ π. τῆς ἀμεθόδου ὕλης that which is given in the unworked matter, i.e. the subject-matter of literary works, S.E.M.1.249.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προχειρότης — readiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότητα — προχειρότης readiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχειρότητα — η / προχειρότης, ητος, ΝΑ [πρόχειρος] νεοελλ. η ιδιότητα τού πρόχειρου, η έλλειψη μελέτης ή επεξεργασίας ή τής απαραίτητης προσοχής («το διάβασε με προχειρότητα») αρχ. 1. το να είναι κάτι πρόχειρο, εύκολο να χρησιμοποιηθεί («προχειρότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”